πρώτιστον

πρώτιστον
πρώτιστος
the very first
masc acc sg
πρώτιστος
the very first
neut nom/voc/acc sg
πρώτιστος
the very first
masc/fem acc sg
πρώτιστος
the very first
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… …   Dictionary of Greek

  • ЕВДОКСИЙ — [греч. Εὐδόξιος] († 370/1, Никея), еп. Германикийский (после 327 357), Антиохийский (358 30 сент. 359), К польский (27 янв. 360 370/1), один из ересиархов арианства. По утверждению Филосторгия, Е. происходил из г. Арабис в М. Армении (Philost.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”